- κολαστής
- ο, θηλ. κολάστρια (AM κολαστής) [κολάζω]1. αυτός που τιμωρεί κάποιον, τιμωρός, παιδευτής («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.)2. βασανιστήςνεοελλ.αυτός που παρασύρει σε αμαρτία, αυτός που προκαλεί το κόλασμα, το αμάρτημα.
Dictionary of Greek. 2013.